φυλλορροεῖ

φυλλορροεῖ
φυλλορροέω
shed the leaves
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
φυλλορροέω
shed the leaves
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυλλορροώ — φυλλορροῶ, έω, ΝΜΑ [φυλλορόος] (για δένδρα και άλλα φυτά) ρίχνω τα φύλλα μου, μού πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο νεοελλ. μτφ. χάνομαι βαθμιαία, οδηγούμαι σε εξαφάνιση (α. «η επιχείρηση φυλλορροεί» β. «η αγάπη μας φυλλορροεί») αρχ. 1. κωμ. ρίχνω,… …   Dictionary of Greek

  • ψινάζω — και ψεινάζω και ψηνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «ψινάζει ἀπορρεῑ τὰ ἀσθενῆ τοῡ καρποῡ, φυλλορροεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψίνομαι «ρίχνω τα φύλλα μου» (βλ. λ. ψίνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”